καϊμακάμης

καϊμακάμης
ο
(λ. τουρκ.), τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου στην Τουρκία, καθώς επίσης και στρατιωτικός βαθμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καϊμακάμης — και καϊμεκάμης, ὁ (Μ καϊμακάμης) (στην Τουρκία) 1. (τίτλος ανώτερου διοικητικού υπαλλήλου) τοποτηρητής, υποδιοικητής 2. αντισυνταγματάρχης τού τουρκικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaymakam] …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Γεώργιος — Φιλικός από την Κωνσταντινούπολη. Το 1812 ήταν καϊμακάμης (έπαρχος) του ηγεμόνα της Βλαχίας Ιωάννη Καρατζά. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία …   Dictionary of Greek

  • caimacam — CAIMACÁM, caimacami, s.m. 1. Locţiitor al unor demnitari (turci). ♢ Compus: caimacam aga = locţiitor al marelui vizir. 2. Locţiitor al domnului, însărcinat cu administrarea Moldovei şi Ţării Româneşti până la instalarea pe tron a noului domn. 3.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”